- μπρούτο
- τοάκλ. το συνολικό βάρος ενός εμπορεύματος μαζί με τη συσκευασία του, το μικτό βάρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. brut «σε μικτό βάρος» < λατ. brutus «βαρύς» ή, κατ' άλλους, από ιταλ. brutto].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.